- ξανθοφύλλη
- η(βιοχ.) κίτρινη ή πορτοκαλόχρωμη χρωστική, συγγενής προς τη χλωροφύλλη, που απαντά στο ζωικό και φυτικό βασίλειο και ανήκει από χημική άποψη στα καροτενοειδή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. xanthophylle (< ξανθός + φύλλο). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Οικονομίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Look at other dictionaries:
ξανθοφυλλίτης — ο (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού κλιντονίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Xanthophyllit (< Xanthophyll [ξανθοφύλλη] + κατάλ. it [ ίτης])] … Dictionary of Greek
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
ροδοφύκη — Λέγονται και ροδόφυτα. Μικροσκοπικά φύκη, από τα πιο λεπτοφυή, ως προς το χρώμα και την κομψότητα των μορφών· ο θαλλός τους, πάντοτε πολυκύτταρος και στερεωμένος στο υπόθεμα, μπορεί να είναι απλός με διάπλαση νηματοειδή ή φυλλοειδή (κλάση… … Dictionary of Greek